- εὐαίρετον
- εὐαίρετοςeasy to be takenmasc/fem acc sgεὐαίρετοςeasy to be takenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ταχυάλωτος — ον, Α αυτός που κυριεύεται εύκολα («χώρην εἶχον εὐαίρετόν τε καὶ ταχυάλωτον», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + άλωτος (< ἁλίσκομαι), πρβλ. δορυ άλωτος] … Dictionary of Greek